- άφθογγος
- ἄφθογγος, -ον (Α)1. άφωνος, άλαλος2. άφατος, άρρητος3. «ἄφθογγος ἄγγελος» — ο πυρσός, η δάδα4. «ἄφθογγα γράμματα» — τα άηχα, τα άφωνα γράμματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -φθογγος < φθόγγος, φθογγή (πρβλ. βαρύφθογγος, εύφθογγος, καλλίφθογγος].
Dictionary of Greek. 2013.